- υγειονομείο(ν)
- το санитарная служба порта
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υγειονομείο — το, Ν δημόσια υπηρεσία που εδρεύει σε συγκοινωνιακές διόδους, όπως λ.χ. σε λιμάνια και σε συνοριακούς σταθμούς, και η οποία αποσκοπεί στην προφύλαξη μιας χώρας από τα λοιμώδη νοσήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγεία + νομείο (< νόμος*). Η λ., στον λόγιο… … Dictionary of Greek
υγειονομείο — το υγειονομική υπηρεσία σε λιμεναρχείο που έχει ως αποστολή να παρεμποδίσει τη μετάδοση από τη θάλασσα των λοιμωδών νόσων στη χώρα (χολέρας, πανούκλας, τύφου κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… … Dictionary of Greek